- ἀνανδρόομαι
- ἀνανδρ-όομαι,A become impotent, Hp. Aër.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνανδρουμένους — ἀνανδρόομαι become impotent pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανδρωθῆναι — ἀνανδρόομαι become impotent aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)